«Ελεύθερη πρόσβαση» και αποσάθρωση


Του Νίκου Τσούλια
αντλήθηκε από https://anthologio.wordpress.com

Μπορεί ένα κόμμα που χαρακτηρίζεται στο γενικό πεδίο της πολιτικής από δημαγωγία να έχει επιμέρους ορθολογικά πεδία αναφοράς; Σαφώς και δεν μπορεί να αποκλειστεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αλλά στην περίπτωση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έχουμε μια φοβερά λαϊκίστικη θέση στην παιδεία από τις καταβολές του εκείνες του «Συνασπισμού». Πρόκειται για τη νεομυθολογία της «ελεύθερης πρόσβασης» στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θέση που την προβάλλει εδώ και δεκαετίες χωρίς όμως ποτέ να αποσαφηνίσει την ουσία της όλης υπόθεσης.

      Να λοιπόν που στις ημέρες μας θα εκφραστεί μια αντιεκπαιδευτική πολιτική στους καιρούς του γενικευμένου λαϊκισμού και μάλιστα θα κληθεί η ιστορία αυτή να αμβλύνει επικοινωνιακά τη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα του κυβερνητικού ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και να εμφανιστεί επί του φαντασιακού πεδίου των εμπνευστών της γενικότερης μεταλλαγής του γλωσσικού μας κώδικα ως αχτίνα φωτός λαϊκότροπης πολιτικής. Ποιος τελικά είναι ο πυρήνας της νεομυθολογίας της «ελεύθερης πρόσβασης»; Η εισαγωγή των υποψηφίων στις Σχολές των τελευταίων επιλογών τους χωρίς πανελλαδικές εξετάσεις, δηλαδή η εφαρμογή μιας δήθεν καινοτομίας για κάτι που ισχύει ουσιαστικά και σήμερα! Στις περισσότερες Σχολές η ζήτηση υπολείπεται των προσφερόμενων θέσεων και οι υποψήφιοι εισάγονται ακόμα και με πολύ χαμηλή βαθμολογία. Ποια είναι η διαφορά; Ότι θα εισάγονται χωρίς να συμμετέχουν στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Και όμως αυτό το νέο στοιχείο μάλλον θα προκαλέσει προβλήματα παρά θα λύσει. Θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω αυτή την άποψη σε επιμέρους άρθρα που θα ακολουθήσουν το παρόν κείμενο.
      Yπάρχει μια αριστερή κρατούσα ιδεολογία που ταυτίζει τις εξετάσεις ως αντικοινωνική και αντιεκπαιδευτική αντίληψη και ως ταξικό φραγμό. Έχουμε το πολύ πρόσφατο παράδειγμα της αρνητικής κατάληξης της Τράπεζας Θεμάτων, η οποία έγινε και ένα μείζον εκπαιδευτικό ζήτημα από το λαϊκισμό του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Υπήρχε παλιότερα στην ιστορία των εκπαιδευτικών συστημάτων μια αντίληψη ότι αν διαμορφωθεί ένα σχολείο «ελευθεριάζον» με απομείωση των αξιολογικών λειτουργιών του, αυτό θα λειτουργήσει περίπου λυτρωτικά έναντι των μαθητών των λαϊκών κυρίως στρωμάτων γιατί θα αμβλυνθούν οι κοινωνικές ανισότητες. Καταδείχτηκε όμως πολύ νωρίς ότι είχαμε αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Και ο λόγος είναι απλός. Αν το σχολικό οικοσύστημα είναι χαλαρό και κατ’ επέκταση και ως έναν βαθμό υπολείπεται του στόχου του να δώσει επαρκεί εφόδια στους μαθητές, εκείνοι που κυρίως πλήττονταν ήταν οι μαθητές των υστερούντων οικονομικά κοινωνικών στρωμάτων αφού τα ελλειμματικά προσόντα τους δεν επικαλύπτονταν από την κοινωνική θέση όπως στις αντίθετες περιπτώσεις. Βέβαια θα ήταν
και φοβερά περίεργο η ελαστικοποίηση του εξεταστικού συστήματος να επιλύει δύσκολα εκπαιδευτικά και κοινωνικά προβλήματα…
      Μπορούμε να προοικονομήσουμε τις εξελίξεις από μια πιθανή δημαγωγική πρακτική ενός τεμαχισμένου συστήματος πρόσβασης αναφέροντας κάποιες «ανάλογες» εξελίξεις στο χώρο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με βάση κυρίως την ανάπτυξη του διαδικτύου. Η χωρίς κανένα κανόνα μαζικοποίηση – γιατί κάτι τέτοιο δεν ήταν αντικειμενικά δυνατό – και η φιλελευθεροποίηση στο χώρο αυτό είχε ως αποτέλεσμα το σχήμα της δημοσιογραφίας και της αρθρογραφίας να χάσει την παλιά εικόνα του και κυρίως την εγκυρότητά του και την ποιότητά του. Σήμερα όποιος θέλει είναι παραγωγός είδησης – ειδικά όταν έχει το πλεονέκτημα της παραγωγής της σε «πραγματικό χρόνο» – και αρθρογραφεί επί κάθε ζητήματος. Έτσι μια από τις πιο βασικές δεξιότητες στην όλη διαχείριση του διαδικτύου είναι εκείνη της αξιολόγησης της εγκυρότητας, κάτι που δεν είναι και ιδιαίτερα εύκολο. Έχουμε μεν έναν φοβερό εκδημοκρατισμό της παραγωγής και της διαχείρισης της πληροφορίας αλλά γευόμαστε και μια πολύ μεγάλης έκτασης σκουπιδοπληροφόρηση, όπου λίγοι πολίτες μπορούν να αξιολογούν την αυθεντικότητα ή την εγκυρότητα των γραφόμενων.
      Υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα. Γιατί το Υπουργείο Παιδείας δεν θέτει πρώτα το περιεχόμενο και τους στόχους του εκπαιδευτικού συστήματος και στη συνέχεια να θέσει τον τρόπο επιλογής των υποψηφίων που είναι δευτερεύον και πάντως εξωτερικό στοιχείο της εκπαίδευσης; Ο λόγος είναι προφανής. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν έχει πρόταση για την εκπαίδευση και προσπαθεί να καλυφτεί πίσω από τα λεγόμενα «πιασάρικα» ζητήματα που συγκεντρώνουν εύκολη δημοσιότητα. Το Υπουργείο Παιδείας είναι συνεπές ως προς τη γενικότερη πολιτική της κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ. Υπηρετεί απόλυτα τη δημαγωγία και το λαϊκισμό! Δεν έχει γι’ αυτούς καμιά σημασία ούτε η αποσάθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ούτε η αποδόμηση του λυκείου. Άλλωστε, όταν – και εάν εφαρμοστούν αυτές οι εκτρωματικές πολιτικές – φανούν τα αποτελέσματα, θα είναι εκτός κυβερνητικών ευθυνών και θα ασχολούνται με άλλα λαϊκίστικα ιδεολογήματα.
      Τελικά, αυτό χρειάζονται σήμερα η νεολαία και η χώρα μας, έναν εκπαιδευτικό λαϊκισμό για να σοβατιστεί η νεοφιλελεύθερη και συντηρητική πολιτική του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. με δήθεν αριστερά επιχρίσματα;

Οι πανελλαδικές εξετάσεις έθεταν πάντα ένα πολύ συγκεκριμένο μαθησιακό επίπεδο ως κατώφλι για την εισαγωγή σε μια σχολή και αυτό είναι άκρως αναγκαίο και προαπαιτούμενο για την παρακολούθηση, την επιτυχή φοίτηση και την απόκτηση ενός πτυχίου. Μπορεί να αναιρεθεί αυτή η προϋπόθεση που δεν έχει μόνο μια ισχυρή διαχρονική παρουσία στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας αλλά και σε κάθε ορθολογικό εκπαιδευτικό σύστημα του Δυτικού – και όχι μόνο – Κόσμου;

      Φυσικά και όχι. Αλλά ας δούμε τι «βαθυστόχαστο» και «ρηξικέλευθο» μας λέει ο πρόεδρος της Επιτροπής Διαλόγου για την παιδεία, Α. Λιάκος. «Τα προαπαιτούμενα για την εισαγωγή στις σχολές υψηλής ζήτησης πάντως δεν θα είναι κριτήρια που θα οδηγούν σε φροντιστήρια ούτε θα έχουν να κάνουν με προηγούμενη γνώση… Δεν είναι καν απαραίτητο κάποιος που επιθυμεί να σπουδάσει Ιατρική να έχει τελειώσει πρακτικής κατεύθυνσης λύκειο ούτε ο φοιτητής της Φιλοσοφικής να έχει τελειώσει κλασικές σπουδές… Έχω γνωρίσει παιδιά που έρχονται από μαθηματικά και κάνουν εξαιρετικές σπουδές Ιστορίας και παιδιά από θεωρητικές σπουδές με καλές επιδόσεις στην πληροφορική».
      Και μόνο η τελευταία αναφορά των προσωπικών περιπτώσεων δεν μπορεί παρά να μας προβληματίζει για το βάθος της επιστημονικής μεθοδολογίας του. Αλλά ας μη μείνουμε στην απόπειρα των φτηνών εντυπώσεων και ας θέσουμε ένα απλό ερώτημα. Αν ένας φοιτητής της σχολής της δεύτερης ταχύτητας των μη πανελλαδικών εξετάσεων δεν έχει αποκτήσει ένα επαρκές επιστημονικό υπόβαθρο στα σχετικά με τις σπουδές μαθήματα– υπόβαθρο που έχει τεθεί από την πολιτεία μετά από προτάσεις των πανεπιστημίων -, θα μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σχολής ή μήπως η εν λόγω σχολή θα πρέπει να καλύψει και τις γνώσεις που έπρεπε να έχει από το λύκειο;
      Και αν μέχρι σήμερα έχουμε ένα σοβαρό ποσοστό εγκατάλειψης των σπουδών που υπερβαίνει το 25%, η εξέλιξή του δεν θα είναι αυξητική αν εφαρμοστεί εισαγωγή στις σχολές χαμηλής ζήτησης χωρίς κάποιες εξετάσεις; Υπάρχει και συνέχεια. Είναι γνωστό ότι τα πανεπιστήμια δεν έχουν όλα την ίδια δυναμική, αν και τα πτυχία τους στη χώρα μας έχουν την ίδια «αναφορά» στην αγορά εργασίας. Αλλά αν κάθε πανεπιστήμιο αποφασίζει την εισαγωγή με τα δικά του κριτήρια και με δεδομένο ότι οι σχολές εκείνες που σήμερα φυτοζωούν θα επιδιώξουν τη μαζικοποίησή τους ή έστω την ενίσχυσή τους με κριτήρια καθαρά ωφελιμιστικά και συντεχνιακά – διευκολύνοντας και την εισαγωγή και τις σπουδές -, δεν θα έχουμε μια σοβαρή αμφισβήτηση της ισχύος των πτυχίων; Και έτι περαιτέρω, το πανεπιστήμιο ή η Σχολή θα κάνουν κάποιες δικές τους εξετάσεις, επί ποίου μαθησιακού πεδίου, ποιος θα εξετάζει και πώς θα διασφαλίζεται η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα του νέου συστήματος – που δεν είναι αμελητέοι παράγοντες -, αφού θα αναιρεθούν όλα τα σημερινά στοιχεία εγγύησής των;
      Σε μια τέτοια περίπτωση, θέλω να πιστεύω ότι όλες οι Σχολές και τα Τμήματα του ίδιου γνωστικού πεδίου θα έχουν τον ίδιο τρόπο εισαγωγής δηλαδή το Μαθηματικό της Σάμου, για παράδειγμα, θα έχει τα ίδια κριτήρια με το Μαθηματικό της Αθήνας. Πέραν τούτου, θα είναι κριτήριο ο βαθμός του λυκείου με τις ενδοσχολικές εξετάσεις όπου τα «εικοσάρια» των ιδιωτικών σχολείων – και όχι μόνο – «θα δίνουν και θα παίρνουν» ή θα δαπανάται το πρώτο έτος σπουδών για να γίνεται ξεκαθάρισμα με τα συνοδευτικά στοιχεία της συναλλαγής και των καταλήψεων; Όλο αυτό το σκηνικό ενώ φαίνεται να διευκολύνει ποσοτικά έτι περαιτέρω την εισαγωγή στα πανεπιστήμιο, σε μια ενδεχόμενη εφαρμογή του θα αποθαρρύνει τη ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές, ακριβώς γιατί κανένας δεν θα διασφαλίζει ούτε την αντικειμενικότητα του συστήματος ούτε και την προοπτική των σπουδών.
      Γιατί ποια μπορεί να είναι η συνέχεια αυτού του εκτρώματος; Τα πτυχία από μια τέτοια τεμαχισμένη και μη ορθολογικά διαμορφωμένη διαδικασία τελικά δεν θα έχουν καμιά αξία. Η αποσάθρωση των απαιτήσεων των σπουδών θα οδηγήσει αρχικά σε μια μεγαλύτερη των σημερινών επιπέδων μαζικοποίηση των πτυχίων αλλά με παράλληλη υποβάθμιση των μορφωτικών εφοδίων των πτυχιούχων. Και σε μια πρώτη φάση θα λειτουργήσει δελεαστικά το όλο σύστημα αλλά στη συνέχεια διαπιστώνοντας το μάταιο της όλης προσπάθειας – που τελικά θα υπονομεύει αυτό που υποτίθεται ότι θα δίνει πιο εύκολα – θα οδηγήσει νομοτελειακά στην απομαζικοποίηση του συστήματος πρόσβασης και στην αποθάρρυνση για πανεπιστημιακές σπουδές. Συμπερασματικά, η «ελεύθερη πρόσβαση» θα υπονομεύσει και την ποιότητα του περιεχομένου των σπουδών και τη μαζική εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

     Οι πανελλαδικές εξετάσεις είναι για δεκαετίες ο μόνος θεσμός του ελληνικού κράτους – ακόμα και στην περίοδο των δικτατορίας – που διασφάλιζε την αντικειμενικότητα και τη διαφάνεια του τρόπου επιλογής˙ σήμερα έχουν προστεθεί και οι διαγωνισμοί του Α.Σ.Ε.Π. Βέβαια από μόνα τους αυτά τα δύο στοιχεία δεν επαρκούν για την απόλυτη αρτιότητα μιας ορθολογικής και αξιοκρατικής λειτουργίας, αλλά σε μια χώρα των εκτεταμένων πελατειακών σχέσεων έχουν την αξία τους και πρέπει να διαφυλαχτούν σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα όσο η μετάβαση από τη δευτεροβάθμια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

      Μάλλον εύκολα μπορεί να προσεγγιστεί μια εξέλιξη αποσάθρωσης των πανεπιστημίων αρκεί να αναλυθούν μερικές βασικές πτυχές του όλου ζητήματος. Βέβαια τα «συντρίμμια» που θα προκληθούν δεν θα αφορούν μόνο την τριτοβάθμια εκπαίδευση˙ αφορούν και το λύκειο. Σε μια πιθανή εξέλιξη τεμαχισμού του τρόπου εισαγωγής και κυρίως με τη δημαγωγική αντίληψη των μη προαπαιτούμενων εφοδίων που εκ των πραγμάτων θέτουν οι ίδιες οι σπουδές, θα έχουμε μια θεσμική αποδόμηση του λυκείου. Σήμερα όλα τα λύκεια της χώρας κάνουν έναν αγώνα δρόμου για να μορφώσουν τους μαθητές με τα μαθησιακά εφόδια για τους εκπαιδευτικούς στόχους που έχει θέσει η πολιτεία. Αν αυτά τα εφόδια δεν είναι τελικά απαιτητά, τα σχολεία δεν θα κινούνται με την όποια δική τους αντίληψη; Ας λάβουμε υπόψη μας το εξής στοιχείο. Σήμερα η μοναδική τάξη που ολοκληρώνει όσο πιο άρτια γίνεται τη διδακτέα ύλη με βάση τις ισχύουσες διατάξεις είναι η Γ΄λυκείου. Σε οποιαδήποτε άλλη τάξη δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου, αν το σχολείο δεν ολοκληρώσει την ύλη σε οποιοδήποτε μάθημα, δεν έχει καμιά άμεση «επίπτωση». Ο όλος σχεδιασμός της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας για σχολές δύο ταχυτήτων συνδέεται προφανώς με την αντίληψη της χαλαρότητας στη σχολική εκπαίδευση θεωρώντας ότι έτσι υπηρετεί τα λαϊκά στρώματα και τις αριστερές ιδεοληψίες της. Αλλά αν σήμερα έχουμε ένα ποσοστό περίπου 20% λειτουργικού αναλφαβητισμού, πώς θα εξελιχθεί αυτό το ποσοστό αν ευδοκιμήσουν οι δημαγωγίες˙ δεν θα έχουμε μια έκρηξη της αμάθειας και της ημιμάθειας, όταν ακόμα και σήμερα η προαγωγή των μαθητών από τάξη σε τάξη γίνεται με πολύ εύκολο τρόπο;
      Θα αναρωτηθεί κάποιος: είναι αναγκαία μια ισχυρή απαιτητικότητα από την πολιτεία για να λειτουργούν τα σχολεία αποτελεσματικά; Βεβαίως και είναι, ειδικά όταν έχουν να αντιμετωπίσουν την επέλαση του λαϊκισμού στην εκπαίδευση: αμφισβήτηση της αριστείας και των πρότυπων και των πειραματικών σχολείων, κατάργηση της Τράπεζας Θεμάτων, επιστροφή της βάσης του 9,5 για την προαγωγή των μαθητών στο λύκειο, απόρριψη κάθε μορφής αξιολόγησης του εκπαιδευτικού συστήματος κλπ. Έτσι το λύκειο ενώ είναι ένας από τους λίγους θεσμούς στη χώρα μας που λειτουργεί με συγκροτημένο τρόπο και με απόλυτη προσήλωση σε ένα σαφές πλαίσιο διδασκαλίας, θα αποδομηθεί θυσιαζόμενο ως Ιφιγένεια για να υπηρετηθεί ο λαϊκισμός του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
      Η δήθεν «ελεύθερη πρόσβαση» συνδέεται δημαγωγικά και με δύο άλλα ζητήματα α) την κατάργηση των φροντιστηρίων και β) την πρόκριση της αυτονομίας του λυκείου. Είναι αλήθεια ότι κάθε φορά που επιχειρείται αλλαγή του συστήματος πρόσβασης προβάλλεται ως παράπλευρη ωφέλεια και η κατάργηση των φροντιστηρίων, αλλά το μόνο που γίνεται είναι το φούντωμά τους ή ο απλός μετασχηματισμός τους. Τα φροντιστήρια είναι σαφώς η μεγάλη πληγή της εκπαίδευσης αλλά έχουν πάψει προ πολλού να είναι μόνο εκπαιδευτικό πρόβλημα, γιατί έχουν μετασχηματιστεί σε κοινωνικό. Τα φροντιστήρια είναι απόρροια μιας γενικευμένης νοοτροπίας με πολλές αφετηρίες και με πιο βασική την εν τοις πράγμασι αμφισβήτηση της προσωπικής προσπάθειας και του προσωπικού διαβάσματος των μαθητών. Τα φροντιστήρια είναι μια γενική ιδέα υποκουλτούρας που αφορά όχι μόνο τους υποψήφιους των εισαγωγικών εξετάσεων αλλά τους «πάντες και τα πάντα», τα παιδιά του Δημοτικού και του Γυμνασίου, τους αριστούχους μαθητές, τους φοιτητές, τους κάθε λογής υποψηφίους των διαγωνισμών του Α.Σ.Ε.Π., τις ξένες γλώσσες, τους μεταπτυχιακούς φοιτητές κλπ
      Η αυτονομία του λυκείου έχει λεηλατηθεί όσο καμιά άλλη έννοια της εκπαίδευσης. Τόσο τα διεθνή εκπαιδευτικά συνέδρια και η UNESCO και οι παγκόσμιες και οι ευρωπαϊκές εκπαιδευτικές ομοσπονδίες όσο και η σχετική επιστημονική βιβλιογραφία ως αυτονομία του λυκείου θεωρούν τη διαμόρφωση αυτού του εκπαιδευτικού θεσμού με τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχει τα απαραίτητα μορφωτικά εφόδια και εκείνες τις δεξιότητες στους μαθητές που θα τους διασφαλίζουν επαγγελματική εξέλιξη, δημιουργική κοινωνική ένταξη και ανέλιξη και διαρκή πνευματική του καλλιέργεια. Δεν έχει καμιά αναφορά με τη σχέση του λυκείου και του τρόπου εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πώς οι αυθεντικοί εκφραστές της «αριστερής» δημαγωγίας στη χώρα μας ανακάλυψαν έναν τόσο εύκολο δρόμο που δεν τον ξέρει κανένας άλλος στον κόσμο, αυτό είναι απορίας άξιον…